Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Τα σπίτια

Αλήθεια, ποιά ειναι η δουλειά της γιαγιάς? Με τι θα μπορούσε να ασχοληθει?
Να περιμένει ενα εγγόνι? Αντε κι ήρθε.
Να το κανακέψει, να του τραγουδήσει, να παίξει μαζί του?
Να του μάθει... τι?
Περιμενω την΄ωρα που θα γίνω γιαγιά. Περιμένω, να δω πως θα ειναι, η σύγχρονη γιαγιά για τα εγγόνια της.
Η δικές μας γιαγιάδες, ήταν σύγχρονες για την εποχή τους, αλλά με τόσες θείες, νουνές και γιαγιάδες, μέσα στο σπίτι, δεν προλάβαινες, όντας μικρός να δεις τι κάνει ποιός !
Η μανούλα, έφυγε πολύ νέα και μείναμε με τις δύο γιαγιάδες, τις αδελφές του μπαμπά, της μαμάς και τις νουνές μας. Θείες κι αυτές.
Στρατιές γυναικών, με έλεγχαν, πριν βγω έξω. Μια έστρωνε τον γιακά, μία τράβαγε το φουστάνι να μην φαινεται το μισοφόρι, μια ίσιωνε τον φιόγκο και ως να φθάσεις στην πόρτα, χέρια σου έδιναν και τα απαραίτητα αξεσουάρ, ζακετούλες, τσαντούλες, πορτοφολάκια, σκουφάκια, κασκολάκια, γαντάκια.
Στην εξώπορτα, η μανα της μανας, η τελευταία για το φιλί. Εμένα και του αδελφού μου. Χωρίς φιλί, δεν φύγαμε, ούτε μια μέρα απο το σπίτι. Χωρίς αγκαλιά, δεν κλείσαμε πίσω μας την πόρτα. Ηταν εκεινη που μας αποχαιρετούσε, ήταν εκεινη που μας καλοδεχόταν. Ως το 1979, που εκλεισε τα μάτια της, στα 84, αν δεν φιλιόμαστε, μπες βγες, δεν πέρναγες κατώφλι.

Ενα σπίτι, δύο στην ουσία, μονοκατοικίες, με τόσο κόσμο. Κι όταν παντρεύτηκαν οι θείες, εκεί να δεις αμέτρητους ανθρώπους, να ανοιγοκλείνουν πόρτες και παράθυρα τα Σαββατοκύριακα. Αυτό που ζούσαμε ήταν μαγικό. Τόσοι άνθρωποι, αγαπημένοι.
Μου αρεσε παντα αυτο. Το πολύς κόσμος να τριγυρνά στο σπίτι.
Και κάθε Κυριακή, το κοινό τραπέζι, μάζευε τουλάχιστον 20 ανθρώπους. Κατσαρόλια, πιάτα ενα σωρό. ποτήρια και μαχαιροπίρουνα, στρώνονταν στην μεγάλη τραπεζαρία της θείας. Ολοι εφερναν κάτι και κυρίως την καρέκλα τους. Τρία τραπέζια, μας χώραγαν, στο περίπου.


Γι αυτό το σπίτι μου, ειναι πάντα ανοικτό. Γι αυτό μ' αρέσει κόσμος να μπαινοβγαίνει. Γι αυτό, φυλοξενώ ανθρώπους πάντοτε. Ενας ήχος εχει μείνει στ' αυτιά μου. Αυτή η γλυκειά φασαρία. Θέλω να ζει το σπίτι. Να ειναι, ανα πάσα στιγμή το καράβι που ταξιδεύει. Γεμάτο κόσμο και χαρά.

Οταν χάνεις κάποτε γονείς και μιλώ για τον πατέρα και τις θείες, που και στα 120 δεν θα έφθαναν, και τους θείους και μένεις εσύ, με τους συνομίλικους, η παλιότερη γενιά να φυλάς θερμοπύλες, σου φαίνεται κάπως. Ομως εχοντας τόση ζωή, μέσα σου, κοιτάς να μεταλαμπαδεύσεις και στους νεώτερους τις συνήθειες.

Κρατώντας τα σπίτια για καλοκαιρινά, μιας και οι δουλειές μάς έφερναν πιο κοντά στην πόλη, πέράσαμε και περνάμε, πιο ανάλαφρα πια εκεί. Ολοι, όμως το ίδιο αγαπημένοι, όπως και παλιά. Κανένας δεν εχει πειράξει την κούνια του αδελφού μου και τα νέα παιδιά, αγαπούν να παίζουν εκεί. Κι όταν κουτρουβαλιώνται... τότε γυρίζουν και ψάχνουν με τα μάτια βοήθεια απο τους μεγαλύτερους.
Παιδιά μου, αγαπημένα, σας εύχομαι να ζήσετε ευτυχισμένα, όπως οι προγονοι σας. Κι αν έρθει μια συννεφιά στην ζωή, σηκώστε το κεφάλι και χαμογελάστε στον ήλιο. Γιατί "και στης ζωής τους πιο βαριούς χειμώνες, αλκυονίδες μέρες καρτερώ".

Είμαι ήδη γιαγιά απο ανήψια, μα πάντα περιμένω τα δικά μου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου