Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Το άλλο σπίτι

Η Αττική εχει τόσες ομορφιές. Και τα παλιά χρόνια, περισσότερες. Το σπίτι του ανθρώπου, που έμελλε να γίνει σύντροφός μου, ήταν στην ευρύτερη εξοχή. 
Ψηλά δένδρα, μετά τον χαμηλό μαντρότοιχο και στο βάθος το κανελί σπίτι. Το χρώμα, που έπερνε αργά το απόγευμα, η ατμόσφαιρα, εκεί, ήταν καφετί. Τα πανύψηλα πεύκα, άφηναν λίγο χώρο να περάσει αχτίδα.
Την πρώτη φορά, που ήμουν εκεί,  νόμιζα πως ζούσα παραμύθι. Και τις πολλές επόμενες όμως, η ατμόσφαιρα, ήταν ομορφη.

Ο δρόμος, δεν ήταν άσφαλτος, τα γειτονικά σπίτια, είχαν ολα την ίδια σκιά. Το σπίτι στο βάθος της αυλής, ήταν δίπατο. Μακρύ και δίπατο. Είχε κουζίνες, μπάνια, καθιστικούς χώρους και πολλές κρεβατοκάμαρες επάνω. Και το υπόγειο, ήταν χώρος παιχνιδιών.
Κόσμος μπαινόβγαινε, διαρκώς κι εκεί. Γιαγιάδες και παππούδες και θείες και θείοι. Μεγάλες οικογένειες. Το κέντρο δεν ήταν κοντά. Πως μετακινούνταν? Με το κάρο. Αν έχεις Θεό, με το κάρο. Μια χαριτωμένη άμαξα.
Είχαν το άλογο, στο πίσω μέρος, που ήταν οι αποθήκες. Και το κάρο μαζί. Ανοιγόκλεισα αρκετές φορές, τα μάτια μου όταν η γιαγιά του συντρόφου μου, με περισσή σβελτάδα, ανέβηκε στην άμαξα, και ξεκίνησε για κάπου....
Το πρωινό που ήμουν εκεί και μου ζήτησε, να μείνουμε μαζί, ο ήλιος παιχνίδιζε με τις ξανθές του μπούκλες. Ευρισκε, διάδρομο ο ήλιος και πέρναγε στην αυλή?
Μα ναι. Ευρισκε και περίσσευε. Με παρέσυρε στην βεράντα και με πήρε αγκαλιά. Δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτα. Ποιός θα μπορούσε να μου χαλάσει αυτή την εικόνα. Την ωραία εικόνα. Μόνο τα μάτια του. Δεν άκουγα σχεδόν τίποτα. Ηξερα τι θα πει. Μόνο τον κοίταγα. Λουσμένον στο φώς.
Μιάς και με ρώτησαν κάποτε, απάντησα, πως θα μου άρεσε, μόνο να κάνουν κάποιες αλλαγες και να στηρίξουν το σπίτι. Ετσι κι έγινε. Το σπίτι, έγινε πιό λειτουργικό (άλλωστε οι μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες, περίσσευαν σ' αυτή την οικογένεια) και ο χώρος της αυλής, γέμισε με ενα σωρό χρήσιμα πράγματα, προκειμένου να κάνουν και την ζωη μας πιο εύκολη.
Οσο για την αποθήκη, δεν είχε πιά άλογο, μόνο την άμαξα, που αποφασίσαμε να την κρατήσουμε, στολισμένη, περιμένοντας την επόμενη γεννιά να την αξιοποιήσει.
Ζήσαμε εκεί, ευτυχισμένα καλοκαίρια και τρυφερούς χειμώνες. Παράλληλα, χάσαμε αγαπημένους, αλλά η πορεία των ζώντων, συνέχισε, υποχρεωτικά.
Το σπίτι, υπάρχει να μας καλοδεχτεί, τα καλοκαίρια και να μας αγκαλιάσει τους χειμώνες. Απειρα Χριστούγεννα και πολλές Πασχαλιές, εμελλε να περάσουμε οικογενειακά.
Μακάρι όλος ο κόσμος, να τύχει τέτοιων σπιτιών και ζεστών οικογενειακών στιγμών.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Τα σπίτια

Αλήθεια, ποιά ειναι η δουλειά της γιαγιάς? Με τι θα μπορούσε να ασχοληθει?
Να περιμένει ενα εγγόνι? Αντε κι ήρθε.
Να το κανακέψει, να του τραγουδήσει, να παίξει μαζί του?
Να του μάθει... τι?
Περιμενω την΄ωρα που θα γίνω γιαγιά. Περιμένω, να δω πως θα ειναι, η σύγχρονη γιαγιά για τα εγγόνια της.
Η δικές μας γιαγιάδες, ήταν σύγχρονες για την εποχή τους, αλλά με τόσες θείες, νουνές και γιαγιάδες, μέσα στο σπίτι, δεν προλάβαινες, όντας μικρός να δεις τι κάνει ποιός !
Η μανούλα, έφυγε πολύ νέα και μείναμε με τις δύο γιαγιάδες, τις αδελφές του μπαμπά, της μαμάς και τις νουνές μας. Θείες κι αυτές.
Στρατιές γυναικών, με έλεγχαν, πριν βγω έξω. Μια έστρωνε τον γιακά, μία τράβαγε το φουστάνι να μην φαινεται το μισοφόρι, μια ίσιωνε τον φιόγκο και ως να φθάσεις στην πόρτα, χέρια σου έδιναν και τα απαραίτητα αξεσουάρ, ζακετούλες, τσαντούλες, πορτοφολάκια, σκουφάκια, κασκολάκια, γαντάκια.
Στην εξώπορτα, η μανα της μανας, η τελευταία για το φιλί. Εμένα και του αδελφού μου. Χωρίς φιλί, δεν φύγαμε, ούτε μια μέρα απο το σπίτι. Χωρίς αγκαλιά, δεν κλείσαμε πίσω μας την πόρτα. Ηταν εκεινη που μας αποχαιρετούσε, ήταν εκεινη που μας καλοδεχόταν. Ως το 1979, που εκλεισε τα μάτια της, στα 84, αν δεν φιλιόμαστε, μπες βγες, δεν πέρναγες κατώφλι.

Ενα σπίτι, δύο στην ουσία, μονοκατοικίες, με τόσο κόσμο. Κι όταν παντρεύτηκαν οι θείες, εκεί να δεις αμέτρητους ανθρώπους, να ανοιγοκλείνουν πόρτες και παράθυρα τα Σαββατοκύριακα. Αυτό που ζούσαμε ήταν μαγικό. Τόσοι άνθρωποι, αγαπημένοι.
Μου αρεσε παντα αυτο. Το πολύς κόσμος να τριγυρνά στο σπίτι.
Και κάθε Κυριακή, το κοινό τραπέζι, μάζευε τουλάχιστον 20 ανθρώπους. Κατσαρόλια, πιάτα ενα σωρό. ποτήρια και μαχαιροπίρουνα, στρώνονταν στην μεγάλη τραπεζαρία της θείας. Ολοι εφερναν κάτι και κυρίως την καρέκλα τους. Τρία τραπέζια, μας χώραγαν, στο περίπου.


Γι αυτό το σπίτι μου, ειναι πάντα ανοικτό. Γι αυτό μ' αρέσει κόσμος να μπαινοβγαίνει. Γι αυτό, φυλοξενώ ανθρώπους πάντοτε. Ενας ήχος εχει μείνει στ' αυτιά μου. Αυτή η γλυκειά φασαρία. Θέλω να ζει το σπίτι. Να ειναι, ανα πάσα στιγμή το καράβι που ταξιδεύει. Γεμάτο κόσμο και χαρά.

Οταν χάνεις κάποτε γονείς και μιλώ για τον πατέρα και τις θείες, που και στα 120 δεν θα έφθαναν, και τους θείους και μένεις εσύ, με τους συνομίλικους, η παλιότερη γενιά να φυλάς θερμοπύλες, σου φαίνεται κάπως. Ομως εχοντας τόση ζωή, μέσα σου, κοιτάς να μεταλαμπαδεύσεις και στους νεώτερους τις συνήθειες.

Κρατώντας τα σπίτια για καλοκαιρινά, μιας και οι δουλειές μάς έφερναν πιο κοντά στην πόλη, πέράσαμε και περνάμε, πιο ανάλαφρα πια εκεί. Ολοι, όμως το ίδιο αγαπημένοι, όπως και παλιά. Κανένας δεν εχει πειράξει την κούνια του αδελφού μου και τα νέα παιδιά, αγαπούν να παίζουν εκεί. Κι όταν κουτρουβαλιώνται... τότε γυρίζουν και ψάχνουν με τα μάτια βοήθεια απο τους μεγαλύτερους.
Παιδιά μου, αγαπημένα, σας εύχομαι να ζήσετε ευτυχισμένα, όπως οι προγονοι σας. Κι αν έρθει μια συννεφιά στην ζωή, σηκώστε το κεφάλι και χαμογελάστε στον ήλιο. Γιατί "και στης ζωής τους πιο βαριούς χειμώνες, αλκυονίδες μέρες καρτερώ".

Είμαι ήδη γιαγιά απο ανήψια, μα πάντα περιμένω τα δικά μου.



Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Φωτισμένος ουρανός

H βροχή μου φέρνει μελαγχολία. Την κοιτώ και κλαίω. Δίνω στο μυαλό μου τροφή να απασχοληθεί αλλά μια ματιά έξω, με σκοτώνει.
Οπως σε σκοτώνουν οι παλιές αγάπες. Αυτές, που πριν πάνε στον παράδεισο, σου δίνουν μια γερή μπουνιά στο στομάχι.

Δεν συγκεντρώνομαι να περάσω καμμία βελονιά. Τα παλιά χρόνια, ήταν αγχολητικό το κέντημα. Τώρα... τώρα το μυαλό, το παίρνει η αγάπη. Περνάει μέσα απο δαιδαλώδεις διαδρόμους στοργής και αφικνείται στον λαμπερό ορίζοντα. Μόνο αυτή η βροχή το ταλαιπωρεί. Σταγόνα σταγόνα, στάζει μέσα του και θυμάται τις θολές ημέρες της ζωής.
Μόνο η αγάπη υπάρχει πλέον. Οι δαντέλες, που εχω κρυμένες στο κουτί, μαρτυράνε τις άλλες εποχές. Αυτές που περιμένεις απο την νιότη. Αυτές που η προσμονή τις κανει να παλιώνουν περισσότερο.
Κι έρχεται η νιότη να φέρει την ωριμότητα απο το χέρι. Να σου την παραδώσει. Περπατάνε στις ρουγες της ψυχής. Φέρνουν γλυκό παλιό κρασί να πιωθεί στην υγειά τους. Πλέκουν στα μαλλιά και χορεύουν σ' έναν απαλό ρυθμό. Κανέναν αεράκι, δεν τις φοβίζει. Κανένα κύμα δεν τις ξεπερνά. Χαμογελάνε και φωτίζει ο ουρανός σου.

Αυτόν τον φωτισμένο ουρανό, περιμένω, μετά απο τις σταγόνες. Να μου χαμογελάσει, να ξεχάσω την θλίψη. Να μου χαμογελάσει και να φύγει κάθε κακη έννοια απο το νού.


Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Θα μείνει εδώ

Είναι περασμένη η ώρα. Ηρθε και καθισαμε μαζί ολο το απόγευμα. Μας πήρε το βράδυ και η κουβέντα δεν έλεγα να τελειώσει.

Είμαστε μαζί περί τα 10 χρόνια μαζί στη δουλειά. Νέος ήρθε, ολο χαρά και καινουργια σχέδια, με όρεξη για δουλειά, με πολλές ευθύνες, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν.
Ημουν ήδη διευθύντρια τμηματος, όταν συναντηθήκαμε. Ηταν γύρω στα 30. Αγγιζα τα 50.

Εβλεπα πως ολο τριγυρναγε, όλο εύρισκε αφορμή να ζητήσει, να ρωτήσει, ως που του χτύπησα ενα πρωι το τηλέφωνο. "ελα, κερνάω καφέ, αν δεν εχεις κάτι επείγον".
Ηρθε σφαίρα, λες και το περίμενε.  Το περίμενε αναμφίβολα.
Μείναμε να πίνουμε καφέ τόσα χρόνια απο συνήθεια τα πρωινά. Ρουφούσε ό,τι έλεγα, μου θύμιζε άλλα, με παρότρυνε, τον συμβούλευα.

Οταν ήρθε η ώρα να φύγω, το τελευταίο πρωινό, δεν ήρθε στο γραφείο μου. Μονο βρήκα ενα σημείωμα, "θα τα πούμε". Η γιορτή που ακολούθησε, για μένα, τον βρήκε σ' ένα συμβούλιο αλλού.

Σήμερα, μετά τόσο καιρό, ζήτησε μόνος του να έρθει. Με κοίταξε στα μάτια και σχεδόν δακρυσμένος μου είπε "ευχαριστώ για όλα".... εμεινα να τον κοιτώ. "Συνελθε, τι έπαθες, τι ευχαριστείς, πιές καφέ και σε πεθύμησα", του είπα και τον κοίταξα εντονα στα μάτια.

"Μου λείπεις" ξεστόμισε. "Ναι κι εμένα, αλλά το σπίτι ειναι εδώ, κοντά, όποτε θέλεις η πόρτα ειναι ανοικτή και είσαι καλοδεχούμενος" του απάντησα, προσπαθώντας να του σπείρω την αδιαφορία.

Σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου. "μου λείπεις, αλλιώς, θα ήθελα να μιλήσουμε, να σου πω, να μου πεις.. να είμαστε μαζί, περισσότερο"........
Δεν είχα τι να του πω, τα μάτια μου, είχαν γεμίσει. Επρεπε να πάρω τον λόγο.
"Κι εμενα μου λείπεις. Κι εγώ θέλω να σε βλέπω κάθε πρωι, οπως τόσα χρόνια τώρα. Κι εγω θέλω να σου μιλήσω. Να σε αγγίξω, αλλιώς. Γιατί μια ζωή, ο σεβασμός, δεν οδήγησε πουθενά..., αφησε με να τα πω εγώ, να στο κάνω πιο εύκολο".
Με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι.
"Είμαστε μαζι και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, τόσα χρόνια. Ηθελα πάντα να σου πω, να μου πεις, αλλά κάτι μας σταματούσε. Ισως σωστό, ίσως λάθος."
Πήρα βαθιά ανάσα... "ξέρεις πως δεν είμαι μόνη. Ξέρεις πως είμαι μεγάλη, ξέρεις πως..."
εβαλε το χέρι του στο στόμα μου ψυθιρίζοντας "σσσσ, τα ξέρω όλα'.
"Η ζωή ειναι μπροστά σου, κι εγώ εδώ" του είπα.
"θέλω να είμαστε μαζί" επανέλαβε.
Σηκώθηκα. τα μύχια της ψυχής μου, ήθελαν να φωνάξουν "ΝΑΙ". Η λογική μου έλεγε..."ΟΧΙ".
Τον αγκάλιασα. Τα χείλη μου πλησίασαν το πρόσωπό του. Αφησα ενα φιλί, στο μαγουλό του και απομακρύνθηκα. Ενοιωσα ενα κενό.
"Μαζί θα είμαστε, όσο η ζωη, το επιτρέπει" του είπα. "Δεν άλλαξε τίποτα. Μόνο εγώ διεύθυνση". "Μπορώ να έρχομαι να σε βλέπω το πρωι?" με ρώτησε "και το βράδυ και το απόγευμα και όποτε θέλεις"....
"Δεν είσαι ερωτευμενος, ειναι η συνήθεια" συμπλήρωσα και απομακρύνθηκα, στην άλλη άκρη του σαλονιού. Απλωσα το χέρι μου, πίσω απο την πλάτη μου, σαν να τον σταματούσα απο οποιαδήποτε κίνηση προς το μέρος μου και του είπα. "Μείνε εκεί και πάντα εδώ".
Πέρασαν λίγα λεπτά για να μιλήσει. "Ευχαριστώ, μπορώ να μείνω απόψε εδώ, δεν έχω που να πάω, δεν θέλω να πάω πουθενα" ακούστηκε.
"Ναι, αυτό δεν το συμπεριέλαβα, μπορείς να μένεις. Είμαι δεν είμαι μόνη".
Ησύχασε η ματιά του. Πλησίασε και μου χαμογέλασε.
Η ζωή ειναι μπροστά του. Αν το καταλάβει.

Κοιμάται δίπλα, στον καναπέ κι ακούω την ανάσα του. Εχει ηρεμήσει. Αυτό ήθελε. Να μείνει κοντά μου.
Κι εγώ.

 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Τιποτα ίδιο

Ψυχή μου, καρδιά μου, ζωή μου. Τότε που είμαστε νέοι και κάναμε όνειρα, πιασμένοι απο το χέρι.... και περπατώντας στο δασάκι... θυμάσαι?

Θυμάμαι, πως το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε κι οι δυο μαζί και είπαμε, ήταν
"να πάμε θαλασσα".....

Θυμάμαι πως πηγαμε θάλασσα και περπατήσαμε στην αμμουδιά, ξυπόλητοι?
Θυμάσαι που που γελούσαμε σαν παιδιά. μα παιδιά είμαστε τότε.
Θυμάσαι που ξεκίνησε ενα ψιλόβροχο και αφεθήκαμε στις ψιχάλες του?
Ολα αυτά τα θυμάσαι, τα εχω αριστερά στην καρδιά. Φυλαγμένα γερά.

Οχι δεν ζω με την απαισιοδοξία. Τουναντίον. Ομως τι απο όλα αυτά, μπορεί να κάνει κάποιος στην ηλικία μας? Δεν έχουν την ίδια γλυκα. Δεν έχουν την ίδια εμφάνιση.
Μπορούμε άραγε να κάνουμε άλλα? Οπως να πάμε για φαγητό μαζί? να περπατήσουμε στην αμμουδιά ξυπόλητοι, να ποδηλατίσουμε στο δασάκι?

Εχουν άλλη χάρη τα νιάτα. Οχι δεν ζω με την μελαγχολία. Ομως και τι δεν θάδινα να ξαναγίνω νέα. Να ξανακάνω τα ίδια πράγματα απο την αρχή. Με την ίδια ορμή, με την ίδια γλύκα.

Ειναι ίδιον χαρακτηριστικό, των νέων να ενθουσιάζονται. Εγώ με τι ? με? με? με?
Οταν η λέξη γιαγιά, βρίσκεται λίγα μέτρα πιο πέρα απο εσένα, όταν οι φίλοι, γίνονται όλο και λιγότεροι, γιατί φεύγουν ανεπιστρεπτί, οσα και να θυμάμαι, δεν μπορώ να τα κάνω.

Οταν ο γιός σου ειναι 30 ετών πιά, τι περιμένεις, παρά ν' αγκαλιάσει και να σε φιλήσει.
Δεν θαρθεί να του πεις παραμύθια, παρά θα σου πει, τις κατακτήσεις του.
Τα εζησα όλα. Κι εζησα γεμάτα. Περιμενω στο κατώφλι τα καινούρια που θα συνάδουν με την ηλικία.

Πάντα χάζευα τους μεγαλύτερους που περπατουσαν χεράκι χεράκι στο δρόμο και χαμογελούσα. Δεν θέλω να φθάσω σε αυτή την κατάσταση.... αλλά έρχεται μόνο του.
Η καρδιά δεν παύει να χτυπά. Δεν παύει να ερωτεύεται, να χαμογελά, να κρίνει.

Σήμερα μια συννεφιά και μια απαισιοδοξία, πέρασαν απο τον ουρανό μου, αλλά θαρθείς να φωτίσει το σπίτι.
Σε περιμένω.

 

Οι μήνες μου!

Καλό μήνα. Απο εχθές ανακατεύω τα χειρόγραφά μου. Εχω να θυμηθώ κάτι απο εναν Νοέμβριο? Κάποτε?
Δεν βρίσκω..... ! Οι Νοέμβριοι, ήταν παντα ουδέτεροι στην ζωή μου. Κάποιοι γιόρταζαν, κάποιοι άλλοι, ταξίδευαν, εγώ έμενα σιωπηλή τους Νοέμβριους.
Συνήθως απολάμβανα μια νεα αγάπη. Που είχε ξεκινήσει τον Οκτώβριο.

Μια αγάπη που τον πρώτο καιρό, όλοι ξέρουμε πως φέρνει μια αναταραχή στην ζωή μας.

Ο Νοέμβριος, είναι ουδέτερος μήνας για μένα. Μου πάνε οι Δεκέμβριοι, οι Φλεβάρηδες, ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Και οι Οκτώβριοι, βεβαίως. Ο αγαπημένος μου.

Πως μου πάνε? Ολα τα αγαπημένα στην ζωή συνέβηκαν αυτούς τους μήνες. πως να ξεχάσω, πως τ' αγαπημένο μου Λιοντάρι, μ' αγαπά πολύ. Ο Καρκίνος μου, με την υπομονή του, με κέρδισε, τον Οκτώβριο, γιορτάζω γεννέθλια αγαπημένων. Κάθε Δεκέμβριο, συναντώ γιορτές και δώρα. Και τον Φεβρουάριο, εχει γεννηθεί ο γιός μου.

Για τον κριό, της ζωής μου, δεν θα πω πολλά. Πορευόμαστε μαζί περίπου 40 χρόνια. Και κάποτε αποφασίσαμε να κάνουμε ενα παιδί. Οχι με γάμο. Είμαστε συνοδοιπόροι. Δεν έχουμε οικογένεια με το στενό πλαίσιο. Αλλά ενα μοναχοπαίδι, που μας γεμίζει την ζωή, με τις χαρές του.
Η ζωή μας ένωσε και μας χωρίζει κάθε τόσο. Ηρεμα, χωρίς πολέμους και βία. Μόνο με την απομάκρυνση του ενός απο τον άλλον.

Ούτε και ξέρω το ζώδιο αυτού του μήνα, πρέπει να το σκεφθώ. Αλλά θα περιμενω υπομονετικά τον επόμενο.